
Η Μελίνα Μερκούρη, 20 χρόνια μετά το θάνατό της, εξακολουθεί να παραμένει ένας από τους τελευταίους μεγάλους μύθους του ελληνικού θεάματος. Το όνομά της έχει συνδεθεί όχι μόνο με το επάγγελμα της ηθοποιού και της σταρ με τη διεθνή ακτινοβολία, αλλά και με την πολύπλευρη δημόσια δραστηριότητα. Έτσι, κατάφερε να ενώσει τη μαγεία του θεάτρου με το ρεαλισμό της πολιτικής.

Γεννήθηκε το 1920 στην Αθήνα, σε ένα νεοκλασικό της οδού Τσακάλωφ, πρωτότοκη κόρη του Σταμάτη Μερκούρη και της Ειρήνης Λάππα. Μεγάλωσε μέσα σε ένα περιβάλλον ποτισμένο από τις αγωνίες, τις εκρήξεις και τις χαρές που προσφέρει η πολιτική: ο παππούς της, ο Σπύρος Μερκούρης – «ο πρώτος άνδρας που αγάπησα» – ήταν ένας από τους πιο επιτυχημένους και δημοφιλείς δημάρχους της Αθήνας για περισσότερα από 30 χρόνια. Και ο πατέρας της, Σταμάτης, υπήρξε βουλευτής, εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης και υπουργός Δημόσιας Τάξης και Δημοσίων Έργων. Στα 16 της ερωτεύεται τον ηθοποιό Γιώργο Παππά και για χάρη του θα επιχειρήσει να αυτοκτονήσει. Λίγο αργότερα γνωρίζει τον Πάνο Χαροκόπο με τον οποίο και παντρεύεται. Τελειώνει το γυμνάσιο και δίνει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού.

Εμφανίζεται το 1944 στο θέατρο με το Μονοπάτι της Λευτεριάς του Αλέξη Μινωτή, παίρνοντας κακές κριτικές για το ντεμπούτο της.
Η Μελίνα Μερκούρη με την επιβλητική της παρουσία, την αστική της καταγωγή και την έντονη προσωπικότητα, σα να προκαλεί την καθώς πρέπει κοινωνία της εποχής με τις καλλιτεχνικές της φιλοδοξίες.
Πολύ ψηλή, πολύ νέα, πολύ ξανθιά, πολύ αδέξια. Δεν έχει ταλέντο.
Θα περάσει μια δεκαετία σχεδόν, για να τιμηθεί με το βραβείο Κοτοπούλη -Δεκέμβριος 1953- και όλοι να μιλούν για το ταλέντο της. Ένα χρόνο μετά, αρχίζει και η μεγάλη καριέρα της στον κινηματογράφο, με τη Στέλλα του Μιχάλη Κακογιάννη. Με τη Στέλλα, θα βρεθεί στις Κάννες, όπου θα κλέψει την καρδιά του Ζυλ Ντασσέν και θα μείνουν μαζί ως το τέλος.
Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών βρίσκει τη Μελίνα μαζί με το Ντασσέν στη Νέα Υόρκη.
